κιβαριάτωρ

κιβαριάτωρ
κιβαριάτωρ, -ορός, ὁ (Α)
αξιωματικός τού στρατού που μοίραζε τροφές και κρασί στο στράτευμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο λατ. *cibariator].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”